-
1 κατα-ζώννῡμι
κατα-ζώννῡμι (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
-
2 καταζωννυμαι
подпоясывать (себе), опоясываться(δορὰς ὄφεσι Eur.; ἐν ἱματίοις τοὺς χιτωνίσκους Plut.)
-
3 καταζώννυμι
A gird fast:—[voice] Med., gird for oneself,δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba. 698
;ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27
:— [voice] Pass.,Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταζώννυμι
См. также в других словарях:
λιχμώ — λιχμῶ, άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α) 1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ. β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.) 2. γλείφω… … Dictionary of Greek